- παρακμαστικός
- παρακμαστικόςpast its primemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακμαστικός — ή, όν, Α [παρακμάζω] 1. αυτός που έχει παρακμάσει, που έχει χάσει τη ζωτικότητά του, που έχει γεράσει 2. (για νόσο) αυτός που έχει υπερβεί το κρίσιμο σημείο του και βρίσκεται σε ύφεση («παρακμαστικὸς πυρετός», Γαλ.). επίρρ... παρακμαστικῶς Α (για … Dictionary of Greek
παρακμαστικῶν — παρακμαστικός past its prime fem gen pl παρακμαστικός past its prime masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικόν — παρακμαστικός past its prime masc acc sg παρακμαστικός past its prime neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικαῖς — παρακμαστικός past its prime fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικοί — παρακμαστικός past its prime masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικοῦ — παρακμαστικός past its prime masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικούς — παρακμαστικός past its prime masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικῆς — παρακμαστικός past its prime fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστική — παρακμαστικός past its prime fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακμαστικήν — παρακμαστικός past its prime fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)